- ἀτρεμῶ
- ἀτρεμέωnot to tremblepres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀτρεμέωnot to tremblepres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατρεμώ — ἀτρεμῶ ( έω) (Α) [ατρεμής] 1. είμαι ατρεμής 2. μένω ατάραχος 3. (για κατάσταση της υγείας) μένω στάσιμος 4. (για κάποιον που υποφέρει) υπομένω, καρτερώ … Dictionary of Greek
διατρεμώ — διατρεμῶ ( έω) (Α) [ατρεμώ] (για τη θάλασσα) δεν τρέμω καν, έχω απόλυτη γαλήνη … Dictionary of Greek
επατρεμώ — ἐπατρεμῶ, έω (Α) μένω ατάραχος, ακίνητος, ήσυχος μετά από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ατρεμώ «μένω ήσυχος, ακίνητος»] … Dictionary of Greek